- ἔγχρισμα
- ἔγχρισμαlinimentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγχρισμα — το (AM ἔγχρισμα) η επάλειψη … Dictionary of Greek
ἐγχρισμάτων — ἔγχρισμα liniment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσμασι — ἔγχρισμα liniment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσμασιν — ἔγχρισμα liniment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσματα — ἔγχρισμα liniment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)